προυσέληνος
Look at other dictionaries:
προυσέληνος — ον, Α βλ. προσέληνος … Dictionary of Greek
προσέληνος — ον, ΜΑ, και προυσέληνος Α μσν. φρ. «προσέληνοι ἡμέραι» οι τρεις ημέρες πριν από την εμφάνιση τής νέας σελήνης αρχ. 1. (ως επίθ. τών Αρκάδων) αυτός που είναι προγενέστερος, αρχαιότερος από τη σελήνη 2. υβριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σέληνος… … Dictionary of Greek